- υπέρπλουτος
- η , ο [ος , ον ] очень богатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπέρπλουτος — η, ο / ὑπέρπλουτος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ πλούσιος, πάμπλουτος, ζάπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλοῦτος (πρβλ. πάμ πλουτος)] … Dictionary of Greek
ὑπέρπλουτον — ὑπέρπλουτος masc/fem acc sg ὑπέρπλουτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπλούτου — ὑπέρπλουτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπλούτους — ὑπέρπλουτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρπλουτοι — ὑπέρπλουτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
υπερπλουτώ — ὑπερπλουτῶ, έω, ΝΑ [ὑπέρπλουτος] (αμτβ.) είμαι βαθύπλουτος … Dictionary of Greek